αισθητηριακός

αισθητηριακός
-ή, -ό [αισθητήριο]
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα αισθητήρια όργανα, π.χ. «αισθητηριακά ερεθίσματα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”